-
1 блеск
-а (-у) α.1. λάμψη, γυαλάδα, στιλπνότητα•блеск солнца η λάμψη του ήλιου•
блеск штыков η λάμψη των λογχών.
2. μτφ., πολυτέλεια μεγαλοπρέπεια•блеск славы λάμψη (φωτοστέφανος) της δόξας•
блеск наряда η πολυτέλεια του στολισμού, του ντυσίματος.
3. (σε συνδυασμό με ονομασίες μερικών ορυκτών)•железный блеск ο αιματίτης, αιματοστάκτης (λίθος)•
свинцовый блеск ο πρωτοθειϊκός μόλυβδος.
εκφρ.во всем -е – μ’ όλη τη μεγαλοπρέπεια (λαμπρότητα)•с -ом – λαμπρά, έξοχα, θαυμάσια. -
2 сияние
-я ουδ.1. λάμψη, ακτινοβολία, απαύγασμα, λαμπηδόνα, το φέγγος•лунное сияние το φέγγος της σελήνης.
|| φωτοστέφανος. || μτφ. μεγαλείο, αίγλη•сияние славы η λάμψη της δόξας.
2. μτφ. έκφραση χαράς•сияние глаз η λάμψη των ματιών•
сияние лица η λάμψη του προσώπου.
εκφρ.северное (полярное) сияние – βόρειο σέλας. -
3 блеск
-
4 блестки
πλθ. (ενκ. блестка, -и θ.)η πούλια (χρυσοποίκιλτο στα ενδύματα)•цыганки украшают платье позументами и -ами οι τσιγγάνες στολίζουν το φόρεμα με σειρήτια και πούλιες.
|| λάμψη, έκλαμψη•блестки таланта η λάμψη του ταλέντου•
блестки остроумия έκλαμψη ευφυίας.
-
5 блистание
-я ουδ.λάμψη•блистание огней η λάμψη των φωτιών.
-
6 взблеск
-а α.λάμψη, έκλαμψη•взблеск молнии η λάμψη της αστραπής, το άστραμμα.
-
7 вспышка
-и θ.1. ανάφλεξη, άναμμα• λάμψη•вспышка пороха άναμμα της μπαρούτης•
вспышка молнии η λάμψη της αστραπής.
2. μτφ. ξέσπασμα, άναμμα• παράφορα•вспышка гнева ξέσπασμα θυμού.
3. το φλας. -
8 сверкание
-я ουδ.λαμπύρισμα, μαρμαρυγή-сверкание звзд λαμπύρισμα των αστεριών•сверкание штыков λαμπύρισμα των λογχών.
|| λάμψη, έλαμψη•молнии λάμψη της αστραπής.
-
9 блеск
1. (характеристика свойств поверхности, отражающей свет) η λάμψη, η στιλπνότηταсвинцовый - см. галенитсурьмяный - см. антимонит2. (яркость) астр. η λαμπρότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > блеск
-
10 вспышка
1. кфт. το φλας 2. (внезап-ный яркий свет, пламя) η λάμψη, η αναλαμπή, (воспламенение) η ανάφλεξηсолнечная - η ηλιακή έκλαμψη/έκρηξη ^.(кратковременное проявление чего-л.) η ανάφλεξη, η παρόξυνσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вспышка
-
11 люминесценция
η φωταύγεια, η φωτεινότητα, η ακτινοβολία, η λάμψη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > люминесценция
-
12 свечение
η ακτινοβολία του φωτός, η φωτοβολία, η λάμψη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свечение
-
13 сияние
η λάμψη, η ακτινοβολία, το απαύγασμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сияние
-
14 блеск
блескм1. ἡ λαμψη [-ις], ἡ ἀκτινοβολία, ἡ στιλπνότητα [-ης], ἡ γυαλάδα, ἡ ἀνταύγεια, τό λαμπίρισμα;2. перен ἡ λαμπρότητα [-ης], ἡ μεγαλοπρέπεια:\блеск ост-роу́мия τό σπινθηροβόλο πνεῦμα; ◊ с \блеском λαμπρά περίφημα; железный \блеск мин. ὁ αἰματίτης; свинцовый \блеск мин. ὁ θειοῦχος μόλυβδος. -
15 вспышка
вспышкаж1. ἡ ἀναλαμπή, ἡ λάμψη, τό φέγγος, ἡ ἀνάφλεξη·2. перен τό ξέσπασμα, ἡ ἔκρηξη [-ις], ἡ παραφορά/ ἡ ὀργή (гнева). -
16 зарево
заревос ἡ ἀνταύγεια, ἡ λάμψη [-ις]:\зарево пожара ἡ ἀνταύγεια τής πυρκαϊάς· \зарево заката τό ἀπαύγασμα τοῦ ἡλιοβασιλέματος. -
17 отблеск
отблескм ἡ ἀντανάκλαση [-ις], ἡ ἀντι-λαμπή, ἡ ἀνταύγεια, ἡ λαμψη [-ις]. -
18 придавать
придаватьнесов в разн. знач. δίνω, προσδίδω:\придавать значение чему́-л. δίνω σημασία σέ κάτι· \придавать бодрости ἐνθαρρύνω, ἀναζωπυρῶ· \придавать силы δυναμώνω (μετ.), δίνω δυνάμεις· \придавать блеск προσδίνω λαμψη· \придавать лицу́ серьезное выражение προσδίδω στό πρόσωπο μου ὕφος σοβαρό. -
19 проблеск
проблескм прям., перен ἡ ἀναλαμπή, τό διαύγασμα, τό ἀμυδρό φώς:\проблеск света ἀμυδρή λάμψη· \проблеск ума ἀναλαμπή ἐξυπνάδας· \проблеск надежды ἀμυδρή ἐλπίδα. -
20 сверкание
сверк||аниес ἡ ἀκτινοβολία, ἡ λάμ-Ψη [-ις]· \сверкание молнии ἡ λάμψη τής ἀστραπής.
См. также в других словарях:
λάμψη — η (AM λάμψη) [λάμπω] ακτινοβολία τού φωτός, φωτοβολία, ανταύγεια (α. «λάμψις ἡλίου», Γεωπ. β. «λάμψις ἀστέρων», Φίλ.) 2. αίγλη, δόξα, λαμπρότητα νεοελλ. (ορυκτ.) τρόπος ή είδος εμφάνισης τής επιφάνειας ενός ορυκτού σε σχέση με την ποιότητα τού… … Dictionary of Greek
λάμψη — η ακτινοβολία, έντονο φως: Η λάμψη της αστραπής μάς τύφλωσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λάμψῃ — λάμπω give light aor subj mid 2nd sg λάμπω give light aor subj act 3rd sg λάμπω give light fut ind mid 2nd sg λάμψηι , λάμψις shining fem dat sg (epic) λαμβάνω a fut ind mid 2nd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέλας — αος, το, ΝΜΑ, γεν. και ατος, πληθ. σέλα, άων, Α (ιδίως για φως ουράνιων σωμάτων) έντονη λάμψη, ακτινοβολία, φεγγοβολιά («φαιδρὸν ἁλίου σέλας», Αισχύλ.) νεοελλ. (μετεωρ. αστρον. γεωφ.) 1. οπτικό ατμοσφαιρικό φαινόμενο, ορατό κυρίως στις βόρειες ή… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Olympiakos Nicosia — Not to be confused with Olympiacos CFP, the sports club based in Greece Olympiakos Nicosia Full name Ολυμπιακός Λευκωσίας Olympiakos Lefkosias Nickname(s) … Wikipedia
Éclat de gloire — Données clés Titre original Με τη Λάμψη στα Μάτια (Me ti lampsi ta matia) Réalisation Panos Glykofridis Scénario Panos Glykofridis Iákovos Kambanéllis Acteurs princip … Wikipédia en Français
μαλαχίτης — Ορυκτό του χαλκού, με χημική σύσταση CuCO3·Cu(OΗ)2. Ο μ. ανήκει στην ομάδα των ανθρακικών ορυκτών, κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα και οι κρύσταλλοί του είναι σπάνιοι, λεπτοί, επιμήκεις πρισματικοί και συχνότερα βελονοειδείς. Σχηματίζει… … Dictionary of Greek
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek